- ηλεκτροοπτική
- η электрооптика
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ηλεκτροοπτική — η φυσ. κλάδος τής φυσικής ο οποίος ερευνά τις επιδράσεις ηλεκτρικών πεδίων σε οπτικά φαινόμενα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrooptics < electro (πρβλ. ηλεκτρο *) + optics (πρβλ. οπτική)] … Dictionary of Greek
ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… … Dictionary of Greek
ηλεκτροοπτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ηλεκτροοπτική, αυτός που γίνεται σύμφωνα με τους νόμους τής ηλεκτροοπτικής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrooptical < electro (πρβλ. ηλεκτρο *) + optical (πρβλ. οπτικός)] … Dictionary of Greek
ηλεκτροπτική — Κλάδος της φυσικής που εξετάζει τις σχέσεις μεταξύ ηλεκτρισμού και φωτός. Ειδικότερα, η η. ερευνά τις μεταβολές των οπτικών ιδιοτήτων των υλικών μέσων κάτω από την επίδραση ηλεκτρικών πεδίων και τις ιδιομορφίες της αλληλεπίδρασης της οπτικής… … Dictionary of Greek